- προσθοφανής
- -ές, Α1. ο κατά μέτωπο ορώμενος2. αυτός που φαίνεται από μπροστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. περι-φανής, τηλε-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσθοφανεῖς — προσθοφανής showing in front masc/fem acc pl προσθοφανής showing in front masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)